πατριωτικά

πατριωτικά
πατριωτικός
of
neut nom/voc/acc pl
πατριωτικά̱ , πατριωτικός
of
fem nom/voc/acc dual
πατριωτικά̱ , πατριωτικός
of
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Πατριωτικά — Ταραχές στην Αθήνα το 1866 με σκοπό την απομάκρυνση από την Ελλάδα του Γερμανού Σπόνεκ, συμβούλου του βασιλιά Γεωργίου A’ …   Dictionary of Greek

  • πατριωτικός — ή, ό / πατριωτικός, ή, όν, ΝΑ [πατριώτης] νεοελλ. αυτός που αναφέρεται στον πατριωτισμό ή, στους πατριώτες ή στην πατρίδα, ο εθνικός («πατριωτικά αισθήματα) αρχ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πατριώτη ή στην πατριά («πατριωτικὰ τεμένη»,… …   Dictionary of Greek

  • Ζαλοκώστας, Γεώργιος — (Συρράκο, Ήπειρος 1805 – Αθήνα 1858). Ποιητής και αγωνιστής του 1821. Σε μικρή ηλικία εγκαταστάθηκε στην Ιταλία, στο Λιβόρνο, όπου υπήρχε ακμαία ελληνική παροικία (κυρίως Ηπειρώτες) και πολλοί οπαδοί του Ρήγα (αργότερα έγινε και αυτός θαυμαστής… …   Dictionary of Greek

  • Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… …   Dictionary of Greek

  • άρχων — (3ος–2ος αι. π.Χ.).Ευγενής από την Αιγείρα. Έγινε τρεις φορές στρατηγός της Αχαϊκής Συμπολιτείας (187, 172, 170 π.Χ.). Κατηγορήθηκε για εχθρότητα προς τους Ρωμαίους, αλλά υποστηρίχτηκε από την Εκκλησία του Δήμου για τα πατριωτικά του φρονήματα. * …   Dictionary of Greek

  • αντιπατριωτικός — ή, ό αυτός που βλάπτει την πατρίδα ή αρνείται τα πατριωτικά ιδεώδη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντι * + πατριωτικός. Η λ. μαρτυρείται στον Φιλικό Χριστόφορο Περραιβό (1773 1863)] …   Dictionary of Greek

  • βιβλίο — Σύνολο φύλλων χαρτιού, περγαμηνής ή άλλου υλικού, τυπωμένων ή χειρόγραφων, δεμένων μαζί ώστε να αποτελούν έναν τόμο, προορισμένο για κυκλοφορία. Η ιστορία του β. καλύπτει μια περίοδο πάνω από 5.000 ετών και είναι κατά μεγάλο μέρος ιστορία του… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

  • φιλήτης — Επώνυμο Ελλήνων λογίων από την Ήπειρο. 1. Αναστάσιος (Ζίτσα 1793 – Βουκουρέστι 1883). Αφού σπούδασε νομικά στην Πίζα, χρημάτισε δικηγόρος στο Βουκουρέστι από το 1832 έως τον θάνατό του. Με διαθήκη παραχώρησε την περιουσία του στον Σύλλογο για τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”